-
1 πάνυσσα
πάνυσσα, ἡ, von Hesych. ἀναδεσμή erkl., ᾗ τὰς τρίχας ἀναλαμβάνουσι, u. soll von πᾶνος = πῆνος herkommen; man vergleicht das lat. panuclum, panucola (?).
См. также в других словарях:
πάνυσσα — ἡ, Α (κατά τόν Ησύχ.) «στρόφος ἀναδέσμη. οἱ δὲ κειρίαν, ᾗ τὰς τρίχας ἀναλαμβάνουσι». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με την πῆνος / πᾶνος «ύφασμα»] … Dictionary of Greek